- Στρατίου
- Στράτιοςof an armymasc gen sgΣτρατίοςmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στρατίου — στράτιος of an army masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατειλώ — κατειλῶ, έω και κατείλλω και κατίλλω (Α) 1. μαζεύω σε στενό χώρο, συμπιέζω, περιορίζω, στριμώχνω («κατειλήθησαν ἐς Διὸς στρατίου ἱρόν», Ηρόδ.) 2. περιτυλίγω («ταινίαις κατειλημένος τὴν κεφαλήν», Λουκιαν.) 3. διπλώνω, συμπτύσσω 4. παθ. επιγρ.… … Dictionary of Greek
Λόβρανδα — Αρχαία πόλη της Καρίας στη Μικρά Ασία, ΒΑ των Μυλάσων. Είναι γνωστή κυρίως από το περίφημο ιερό του Στράτιου Δία, που υπήρχε σε αυτή, στο οποίο κατέφυγαν οι Κάρες όταν νικήθηκαν από τους Πέρσες, για να συζητήσουν και να αποφασίσουν αν θα… … Dictionary of Greek